Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
frère [fʀɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. frère (dans la famille):
2. frère (relation):
- frère
-
3. frère ΘΡΗΣΚ:
στο λεξικό PONS
frère [fʀɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. frère (↔ sœur) a. ΘΡΗΣΚ:
2. frère οικ (objet):
- frère
-
frère [fʀɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. frère (↔ sœur) a. ΘΡΗΣΚ:
2. frère οικ (objet):
- frère
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.