Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
exercice [ɛɡzɛʀsis] ΟΥΣ αρσ
1. exercice (d'entraînement):
2. exercice (activité physique):
3. exercice (activité professionnelle):
4. exercice (usage):
5. exercice ΣΤΡΑΤ (instruction):
6. exercice:
7. exercice ΧΡΗΜΑΤΟΠ (contrôle):
στο λεξικό PONS
exercice [ɛgzɛʀsis] ΟΥΣ αρσ
1. exercice ΣΧΟΛ, ΜΟΥΣ, ΑΘΛ:
2. exercice sans πλ (activité physique):
3. exercice (pratique):
ιδιωτισμοί:
exercice [ɛgzɛʀsis] ΟΥΣ αρσ
1. exercice ΣΧΟΛ, ΜΟΥΣ, ΑΘΛ:
2. exercice sans πλ (activité physique):
3. exercice (pratique):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'exercice
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique