Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. absent (absente) [apsɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. absent:
3. absent (qui ne participe pas):
4. absent (inexistant):
II. absent (absente) [apsɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. absent (gén) ΣΧΟΛ:
2. absent (défunt):
στο λεξικό PONS
I. absent(e) [apsɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. absent (↔ présent):
2. absent (qui manque):
I. absent(e) [apsɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. absent (↔ présent):
2. absent (qui manque):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.