στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
capacity [βρετ kəˈpasɪti, αμερικ kəˈpæsədi] ΟΥΣ
1. capacity (ability to hold):
2. capacity (ability to produce):
3. capacity (role):
4. capacity (ability):
5. capacity ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
-
- cilindrata θηλ
storage [βρετ ˈstɔːrɪdʒ, αμερικ ˈstɔrɪdʒ] ΟΥΣ
1. storage (keeping):
στο λεξικό PONS
capacity <-ies> [kə·ˈpæ·sə·ti] ΟΥΣ
1. capacity (volume, amount):
2. capacity (ability):
-
- attitudine θηλ
storage [ˈstɔ:·rɪdʒ] ΟΥΣ
1. storage of goods, possessions:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.