στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
mediocredito [medjoˈkredito] ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
investimento [investiˈmento] ΟΥΣ αρσ
1. investimento ΟΙΚΟΝ (capitale investito):
2. investimento (dispendio di lavoro, tempo):
3. investimento (incidente):
4. investimento ΨΥΧ:
ιδιωτισμοί:
prestito [ˈprɛstito] ΟΥΣ αρσ
1. prestito ΟΙΚΟΝ:
2. prestito (azione):
3. prestito (oggetto):
4. prestito:
5. prestito ΓΛΩΣΣ (processo, elemento):
ιδιωτισμοί:
στο λεξικό PONS
mediocredito [me·dio·ˈkre:·di·to] ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.