στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
available [βρετ əˈveɪləb(ə)l, αμερικ əˈveɪləb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. available product, room, money, credit, information:
2. available person:
- commercially available
-
-
- available
-
- available per: for a: to
-
- commercially available
-
- generally available
- disponibile μτφ, ευφημ
- available
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.