Oxford Spanish Dictionary
I. tight <tighter tightest> [αμερικ taɪt, βρετ tʌɪt] ΕΠΊΘ
1.1. tight dress/skirt:
1.3. tight (with nothing to spare):
2.2. tight (strict):
3.2. tight (closely formed):
4.1. tight (taut):
5. tight (hard to obtain):
7.1. tight οικ (mean) → tightfisted
II. tight [αμερικ taɪt, βρετ tʌɪt] ΕΠΊΡΡ
tight-lipped [αμερικ ˈtaɪt ˈˌlɪpt, βρετ] ΕΠΊΘ
tight-ass [ˈtaɪdæs] ΟΥΣ αμερικ οικ
στο λεξικό PONS
I. tight [taɪt] ΕΠΊΘ
3. tight:
I. tight [taɪt] ΕΠΊΘ
3. tight:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.