Oxford Spanish Dictionary
estrecho1 (estrecha) ΕΠΊΘ
1.1. estrecho (angosto):
1.2. estrecho (apretado):
2. estrecho:
3.1. estrecho (limitado):
3.2. estrecho οικ (mojigato):
- estrecho (estrecha)
-
στο λεξικό PONS
estrecho (-a) ΕΠΊΘ
1. estrecho (angosto):
estrecho (-a) [es·ˈtre·ʧo, -a] ΕΠΊΘ
1. estrecho (angosto):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.