Oxford Spanish Dictionary
proud <prouder proudest> [αμερικ praʊd, βρετ praʊd] ΕΠΊΘ
1.1. proud (pleased, satisfied):
- proud parent/winner
-
1.3. proud (arrogant, haughty):
στο λεξικό PONS
I. proud [praʊd] ΕΠΊΘ
1. proud (pleased):
3. proud μειωτ (arrogant):
- proud
-
4. proud βρετ (protruding):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.