Oxford Spanish Dictionary
soberbio (soberbia) ΕΠΊΘ
soberano1 (soberana) ΕΠΊΘ
1. soberano:
- overweening person
- soberbio
- glorious sight/view/weather
- soberbio
- brave αρχαϊκ or λογοτεχνικό
- soberbio
-
- soberbio
στο λεξικό PONS
soberbio (-a) ΕΠΊΘ
1. soberbio (orgulloso):
- soberbio (-a)
-
2. soberbio (suntuoso):
- soberbio (-a)
-
soberbio (-a) [so·ˈβer·βjo, -a] ΕΠΊΘ
1. soberbio (orgulloso):
- soberbio (-a)
-
2. soberbio (suntuoso):
- soberbio (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.