Oxford Spanish Dictionary
overweening [αμερικ ˌoʊvərˈwinɪŋ, βρετ əʊvəˈwiːnɪŋ] ΕΠΊΘ
- overweening person
-
- overweening person
-
- overweening ambition/desire/pride
-
στο λεξικό PONS
overweening [ˌəʊvəˈwi:nɪŋ, αμερικ ˌoʊvɚˈ-] ΕΠΊΘ
- overweening
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.