Oxford Spanish Dictionary
tale [αμερικ teɪl, βρετ teɪl] ΟΥΣ
I. old [αμερικ oʊld, βρετ əʊld] ΕΠΊΘ
1. old (of certain age):
2. old:
3.1. old (not new):
3.2. old (longstanding, familiar) προσδιορ:
6.1. old οικ προσδιορ as intensifier:
6.2. old οικ προσδιορ (in familiar references):
II. old [αμερικ oʊld, βρετ əʊld] ΟΥΣ
1. old (old people) + pl ρήμα:
στο λεξικό PONS
I. old [əʊld, αμερικ oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (not young):
2. old (not new):
3. old (denoting an age):
5. old (long known):
I. old [oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (not young):
2. old (not new):
3. old (denoting an age):
5. old (long known):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Old Nick
- old people's home
- old school
- old school tie
- old stager
- old wives' tale
- old woman
- Old World
- old-world
- ole
- oleaginous