ole [αμερικ oʊl, βρετ əʊl] ΕΠΊΘ αμερικ οικ
ole → old
I. old [αμερικ oʊld, βρετ əʊld] ΕΠΊΘ
1. old (of certain age):
2. old:
3.1. old (not new):
3.2. old (longstanding, familiar) προσδιορ:
6.1. old οικ προσδιορ as intensifier:
6.2. old οικ προσδιορ (in familiar references):
II. old [αμερικ oʊld, βρετ əʊld] ΟΥΣ
1. old (old people) + pl ρήμα:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.