Oxford Spanish Dictionary


God [αμερικ ɡɑd, βρετ ɡɒd] ΟΥΣ
1.1. God:
1.2. God in επιφών phrases:
2. God (deity, idol):
I. honest-to-God [αμερικ ˌɑnəsttəˈɡɑd], honest-to-goodness [-ˈɡʊdnəs, -ˈɡʊdnɪs] ΕΠΊΘ οικ προσδιορ
- to propitiate the gods
-
στο λεξικό PONS


god [gɒd, αμερικ gɑ:d] ΟΥΣ


god [gad] ΟΥΣ
1. god ΘΡΗΣΚ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.