Oxford Spanish Dictionary
relief [αμερικ rəˈlif, βρετ rɪˈliːf] ΟΥΣ
1. relief U (from worry, pain):
2. relief U (aid):
4.1. relief U or C esp βρετ (from tax):
-
- desgravación θηλ
4.2. relief U or C (redress) ΝΟΜ:
-
- desagravio αρσ
5.1. relief U (effect):
debt [αμερικ dɛt, βρετ dɛt] ΟΥΣ
1. debt U (indebtedness):
στο λεξικό PONS
I. relief [rɪˈli:f] ΟΥΣ
2. relief (relaxation):
ιδιωτισμοί:
I. relief [rɪ·ˈlif] ΟΥΣ
1. relief (relaxation):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.