στο λεξικό PONS
sub·ˈsist·ence al·low·ance ΟΥΣ esp βρετ
al·low·ance [əˈlaʊən(t)s] ΟΥΣ
1. allowance (permitted amount):
2. allowance ΧΡΗΜΑΤΟΠ (tax-free amount):
3. allowance no pl esp αμερικ ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
4. allowance (prepare for):
I. sub·sist·ence [səbˈsɪstən(t)s] ΟΥΣ
1. subsistence (minimum for existence):
2. subsistence (livelihood):
II. sub·sist·ence [səbˈsɪstən(t)s] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.