στο λεξικό PONS
pro·vi·sion·al ˈli·cence ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
I. pro·vi·sion·al [prə(ʊ)ˈvɪʒənəl, αμερικ prəˈ-] ΕΠΊΘ
1. provisional (temporary):
2. provisional βρετ (of the IRA):
II. pro·vi·sion·al [prə(ʊ)ˈvɪʒənəl, αμερικ prəˈ-] ΟΥΣ βρετ
li·cence, αμερικ li·cense [ˈlaɪsən(t)s] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
licence, license αμερικ ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Bewilligung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.