στο λεξικό PONS
I. pro·vi·so·risch [proviˈzo:rɪʃ] ΕΠΊΘ
II. pro·vi·so·risch [proviˈzo:rɪʃ] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
provisorische Deckung phrase ΑΣΦΆΛ
- provisorische Deckung (vorläufiger Versicherungsschutz)
-
-
- provisorische Deckung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.