

Si·sy·phus·ar·beit ΟΥΣ θηλ
Si·sy·phos·ar·beit ΟΥΣ θηλ
I. ewig [ˈe:vɪç] ΕΠΊΘ
II. ewig [ˈe:vɪç] ΕΠΊΡΡ
1. ewig (dauernd):
2. ewig οικ (ständig):
3. ewig οικ (lange Zeitspanne):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.