στο λεξικό PONS
de·vice [dɪˈvaɪs] ΟΥΣ
1. device (machine):
2. device (method):
3. device (bomb):
ˈsafe·ty de·vice ΟΥΣ
ˈtim·ing de·vice ΟΥΣ
ex·plo·sive de·ˈvice ΟΥΣ
mne·mon·ic de·ˈvice ΟΥΣ
vam·pire de·ˈvice ΟΥΣ
device ΟΥΣ
medical device ΟΥΣ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
device [dɪˈvaɪs] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
mechanical cleaning device ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
speed control device
anti locking device ΟΔ ΑΣΦ
traffic control device ΥΠΟΔΟΜΉ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
con·ˈtrol de·vice ΟΥΣ mechatr
ˈhan·dling de·vice ΟΥΣ mechatr
ˈcrimp·ing de·vice ΟΥΣ ΤΕΧΝΟΛ
-
- Crimpzange θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.