στο λεξικό PONS
ˈcus·toms ju·ris·dic·tion ΟΥΣ
cus·tom [ˈkʌstəm] ΟΥΣ
1. custom (tradition):
2. custom no pl (usual behaviour):
ju·ris·dic·tion [ˌʤʊərɪsˈdɪkʃən, αμερικ ˌʤʊrɪsˈ-] ΟΥΣ no pl
custom ΕΠΊΘ
- custom ΤΕΧΝΟΛ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
customs jurisdiction ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
jurisdiction ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.