στο λεξικό PONS
cub·ic ca·ˈpac·ity ΟΥΣ ΜΑΘ
-
- Kubikinhalt αρσ
cub·ic [ˈkju:bɪk] ΕΠΊΘ
1. cubic προσδιορ, αμετάβλ ΜΑΘ:
2. cubic (cube-shaped):
I. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. capacity:
2. capacity no pl (ability):
3. capacity no pl ΝΟΜ:
4. capacity no pl ΣΤΡΑΤ:
5. capacity (output):
6. capacity no pl (maximum output):
7. capacity:
8. capacity ΧΡΗΜΑΤΟΠ (solvency):
9. capacity (production):
- industrial [or manufacturing][or production]capacity
-
II. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
1. capacity (maximum):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
capacity traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- cub
- Cuba
- Cuban
- Cuban Missile Crisis
- Cuban peso
- cubic capacity
- cubic inch
- cubicle
- cubiform
- cubism
- cubist