στο λεξικό PONS
I. con·stitu·ent [kənˈstɪtjuənt, αμερικ -ˈstɪtʃu-] ΟΥΣ
1. constituent ΠΟΛΙΤ (voter):
2. constituent (component part):
II. con·stitu·ent [kənˈstɪtjuənt, αμερικ -ˈstɪtʃu-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. constituent (component):
2. constituent ΠΟΛΙΤ (voting):
3. constituent ΠΟΛΙΤ:
- constituent assembly, meeting
- konstituierend ειδικ ορολ
I. bit·ter <-er, -est [or most bitter]> [ˈbɪtəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΕΠΊΘ
1. bitter (sour):
2. bitter μτφ (painful):
3. bitter (resentful):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
bitter constituent [ˌbɪtərˈkənstɪtjuənt] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- bite back
- bite off
- biter
- bite-sized
- biting
- bitter constituent
- bitterly
- bittern
- bitterness
- bitters
- bittersweet