στο λεξικό PONS
I. af·flu·ent [ˈæfluənt] ΕΠΊΘ
I. so·ci·ety [səˈsaɪəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. society (all people):
3. society τυπικ (company):
4. society (organization):
II. so·ci·ety [səˈsaɪəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
society (ball):
society ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
affluent society ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
society ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Gesellschaft θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- affirmative action
- affirmatively
- affix
- affixed
- afflict
- affluent society
- affluenza
- afford
- affordable
- afford sth
- afforest