στο λεξικό PONS
I. af·flu·ent [ˈæfluənt] ΕΠΊΘ
- affluent
- wohlhabend <wohlhabender, wohlhabendste>
- affluent
- reich <reicher, am reichsten>
- affluent
-
- affluent society
-
- affluent society
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.