στο λεξικό PONS
week [wi:k] ΟΥΣ
1. week (seven days):
- week
-
2. week (work period):
ˈsix-week ΟΥΣ
- six-week
-
ˈHoly Week ΟΥΣ
- Holy Week
- Passionswoche θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
return per week ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Wochenrendite θηλ
-
- week ending
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.