στο λεξικό PONS
Tues·day [ˈtju:zdeɪ] ΟΥΣ
East·er ˈMon·day ΟΥΣ
-
- Ostermontag αρσ
ˈMon·day ef·fect ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Whit ˈMon·day ΟΥΣ
I. Mol·da·vian [mɒlˈdeɪviən, αμερικ mɑ:l-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Mon·day-morn·ing ˈquar·ter·back ΟΥΣ αμερικ οικ
Mon·day ˈmorn·ing feel·ing ΟΥΣ οικ
in·ˈjec·tion mould·ing, αμερικ in·ˈjec·tion mold·ing ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Monday effect ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
old-age provision counselling ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
old-age provision ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
old-age provision element ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
old-age dependency ratio ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.