I. bronze [brɒnz, αμερικ brɑ:nz] ΟΥΣ
2. bronze ΤΈΧΝΗ:
-
- Bronzeobjekt ουδ
3. bronze (medal):
-
- Bronzemedaille θηλ
II. bronze [brɒnz, αμερικ brɑ:nz] ΟΥΣ modifier
I. ˈBronze Age ΟΥΣ no pl ΙΣΤΟΡΊΑ
II. ˈBronze Age ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
auto-ˈbronz·er ΟΥΣ βρετ
bronz·er [ˈbrɒnzəʳ, αμερικ ˈbrɑ:nzɚ] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.