Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
shoe tree ΟΥΣ
-
- embauchoir αρσ
I. shoe [βρετ ʃuː, αμερικ ʃu] ΟΥΣ
1. shoe (footwear):
II. shoe <μετ ενεστ shoeing; απλ παρελθ, μετ παρακειμ shod> [βρετ ʃuː, αμερικ ʃu] ΡΉΜΑ μεταβ
III. shoe [βρετ ʃuː, αμερικ ʃu]
I. tree [βρετ triː, αμερικ tri] ΟΥΣ
II. tree [βρετ triː, αμερικ tri] ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ κυριολ
III. tree [βρετ triː, αμερικ tri]
στο λεξικό PONS
I. shoe [ʃu:] ΟΥΣ
1. shoe (foot covering):
I. shoe [ʃu] ΟΥΣ
1. shoe (for foot):
| I | shoe |
|---|---|
| you | shoe |
| he/she/it | shoes |
| we | shoe |
| you | shoe |
| they | shoe |
| I | shod / αμερικ επίσ shoed |
|---|---|
| you | shod / αμερικ επίσ shoed |
| he/she/it | shod / αμερικ επίσ shoed |
| we | shod / αμερικ επίσ shoed |
| you | shod / αμερικ επίσ shoed |
| they | shod / αμερικ επίσ shoed |
| I | have | shod / αμερικ επίσ shoed |
|---|---|---|
| you | have | shod / αμερικ επίσ shoed |
| he/she/it | has | shod / αμερικ επίσ shoed |
| we | have | shod / αμερικ επίσ shoed |
| you | have | shod / αμερικ επίσ shoed |
| they | have | shod / αμερικ επίσ shoed |
| I | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
|---|---|---|
| you | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
| he/she/it | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
| we | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
| you | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
| they | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.