Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
leapt [βρετ lɛpt, αμερικ lɛpt] ΡΉΜΑ παρελθ ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
leapt → leap
I. leap [βρετ liːp, αμερικ lip] ΟΥΣ
1. leap κυριολ (gen):
2. leap (big step):
II. leap <απλ παρελθ, μετ παρακειμ leapt, leaped [liːpt, lept]> [βρετ liːp, αμερικ lip] ΡΉΜΑ μεταβ
III. leap <απλ παρελθ, μετ παρακειμ leapt, leaped [liːpt, lept]> [βρετ liːp, αμερικ lip] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. leap person, animal:
2. leap μτφ heart:
I. leap [βρετ liːp, αμερικ lip] ΟΥΣ
1. leap κυριολ (gen):
2. leap (big step):
II. leap <απλ παρελθ, μετ παρακειμ leapt, leaped [liːpt, lept]> [βρετ liːp, αμερικ lip] ΡΉΜΑ μεταβ
III. leap <απλ παρελθ, μετ παρακειμ leapt, leaped [liːpt, lept]> [βρετ liːp, αμερικ lip] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. leap person, animal:
2. leap μτφ heart:
leap year ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
leapt [lept] ΡΉΜΑ
leapt παρελθ, μετ παρακειμ of leap
I. leap <leapt, leapt [or αμερικ leaped, leaped]> [li:p] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. leap <leapt, leapt [or αμερικ leaped, leaped]> [li:p] ΡΉΜΑ μεταβ
I. leap <leapt, leapt [or αμερικ leaped, leaped]> [li:p] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. leap <leapt, leapt [or αμερικ leaped, leaped]> [li:p] ΡΉΜΑ μεταβ
leap year ΟΥΣ
I. leap <leaped, leaped [or leapt, leapt]> [lip] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. leap <leaped, leaped [or leapt, leapt]> [lip] ΡΉΜΑ μεταβ
leap year ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.