Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. medium [βρετ ˈmiːdɪəm, αμερικ ˈmidiəm] ΟΥΣ
1. medium <pl mediums or media>:
4. medium <pl mediums>:
happy [βρετ ˈhapi, αμερικ ˈhæpi] ΕΠΊΘ
1. happy (cheerful):
2. happy (pleased, satisfied):
3. happy (willing):
4. happy (in greetings):
5. happy (lucky):
στο λεξικό PONS
I. medium [ˈmi:diəm] ΕΠΊΘ
II. medium [ˈmi:diəm] ΟΥΣ
1. medium <-s> <[or media]> (a means):
2. medium (middle state, midpoint):
4. medium ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ, TV:
I. medium [ˈmi·di·əm] ΕΠΊΘ
II. medium [ˈmi·di·əm] ΟΥΣ
1. medium <-s> <[or media]> (a means):
2. medium (middle state, midpoint):
4. medium ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ, TV:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- happily
- happiness
- happy
- happy couple
- happy ending
- happy medium
- Hapsburg
- hara-kiri
- harangue
- harass
- harassed