I. évasé (évasée) [evaze] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
évasé → évaser
II. évasé (évasée) [evaze] ΕΠΊΘ
II. cloche [klɔʃ] ΟΥΣ θηλ
1. cloche (instrument sonore):
2. cloche (ustensile):
III. cloche [klɔʃ]
IV. cloche [klɔʃ]
I. déménager [demenaʒe] ΡΉΜΑ μεταβ
II. déménager [demenaʒe] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. déménager (changer de domicile):
3. déménager (partir):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.