Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: leurrer , leurs και leucome

leucome [løkom] ΟΥΣ αρσ ΙΑΤΡ

Leukom ουδ

leurs

leurs → leur

Βλέπε και: leur , leur

II . leur2 <leurs> [lœʀ] ΑΝΤΩΝ κτητ

3. leur πλ (partisans, disciples):

III . leur2 <leurs> [lœʀ] ΕΠΊΘ κτητ λογοτεχνικό

II . leurrer [lœʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina