Oxford Spanish Dictionary
total2 ΟΥΣ αρσ
total3 ΕΠΊΡΡ modificador de una oración οικ
1. total (al resumir una narración):
corriente1 ΕΠΊΘ
1. corriente:
2.1. corriente (en curso):
ιδιωτισμοί:
corriente2 ΟΥΣ θηλ
1. corriente (de agua):
2. corriente (de aire):
3. corriente (tendencia):
4. corriente ΗΛΕΚ:
στο λεξικό PONS
I. total ΕΠΊΘ
I. corriente ΕΠΊΘ
II. corriente ΟΥΣ θηλ
1. corriente (de agua, electricidad):
I. total [to·ˈtal] ΕΠΊΘ
I. corriente [ko·ˈrrjen·te] ΕΠΊΘ
II. corriente [ko·ˈrrjen·te] ΟΥΣ θηλ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.