στο λεξικό PONS
I. gründ·lich [ˈgrʏntlɪç] ΕΠΊΘ
II. gründ·lich [ˈgrʏntlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. gründlich οικ (total):
2. gründlich (gewissenhaft):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- gründliches Durchmischen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.