glatt|fei·len ΡΉΜΑ μεταβ
glattfeilen → glatt
I. glatt <-er [o. οικ glätter], -este [o. οικ glätteste]> [glat] ΕΠΊΘ
1. glatt (eben):
3. glatt (problemlos):
4. glatt προσδιορ οικ (eindeutig):
II. glatt <-er [o. οικ glätter], -este [o. οικ glätteste]> [glat] ΕΠΊΡΡ οικ (rundweg)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
