στο λεξικό PONS
 
  
 An·schluss <-es, Anschlüsse>, An·schlußπαλαιότ ΟΥΣ αρσ
1. Anschluss ΤΗΛ:
2. Anschluss ΤΕΧΝΟΛ (das Anschließen):
-  der Anschluss
-  
3. Anschluss:
4. Anschluss kein πλ (Kontakt):
5. Anschluss ΠΟΛΙΤ (Annektion):
-  Anschluss an +αιτ
-  
6. Anschluss (Beitritt):
-  Anschluss an +αιτ
-  
7. Anschluss kein πλ ΑΘΛ:
8. Anschluss ΣΙΔΗΡ, ΑΕΡΟ (Verbindung):
ISDN-An·schluss ΟΥΣ αρσ ΤΗΛ
-  ISDN-Anschluss
-  
An·schluss- und Be·nut·zungs·zwang ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
-  Anschluss- und Benutzungszwang
-  
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-  
-  Anschluss αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-  
-  Anschluss
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
  
 Anschluss ΟΥΣ αρσ
 
  
 -  
-  Anschluss (ÖPNV)
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Anschluss ΟΥΣ αρσ
-  elektrischer Anschluss
-  
Service-Anschluss
-  Service-Anschluss
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
