στο λεξικό PONS
Tanz <-es, Tänze> [tants, πλ ˈtɛntsə] ΟΥΣ αρσ
3. Tanz οικ (Auseinandersetzung):
V-Mann <-leute> [ˈfau-] ΟΥΣ αρσ
V-Mann → Verbindungsmann
Ver·bin·dungs·mann (-frau) <-(e)s, -männer [o. -leute]; -, -en> ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Verbindungsmann (-frau)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Taka ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
TAN ΟΥΣ θηλ
TAN συντομογραφία: Transaktionsnummer E-COMM
Transaktionsnummer ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
gleitender 200-Tage-Durchschnitt phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Withholding Tax ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.