στο λεξικό PONS
Spar·ein·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ein·la·gen·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Zug-um-Zug-Ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Dro·gen·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Ei·gen·ge·schäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Bau·spar·ein·la·ge ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ge·gen·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Einlagengeschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Einlagengeschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Outright-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Revolving-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Hedge-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Komptant-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Leasing-Fondsgeschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
IPO-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Trading-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Switch-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Reiseinlage ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Kraftbrühe mit Reiseinlage ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Geschäftsverkehr ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, öffentlicher Verkehr
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Sparangebot
- Sparanleihe
- Sparbeschluss
- Sparbond
- Sparbrief
- Spareinlagengeschäft
- sparen
- Sparer
- Sparerfreibetrag
- Spareribs
- Sparflamme