Oxford Spanish Dictionary
respiratory [αμερικ ˈrɛspərəˌtɔri, rəˈspaɪrəˌtɔri, βρετ rɪˈspɪrət(ə)ri, ˈrɛsp(ə)rət(ə)ri, rɪˈspʌɪrət(ə)ri] ΕΠΊΘ
I. east [αμερικ ist, βρετ iːst] ΟΥΣ U
1.1. east (point of the compass, direction):
1.2. east (region):
2. east:
II. east [αμερικ ist, βρετ iːst] ΕΠΊΘ προσδιορ
III. east [αμερικ ist, βρετ iːst] ΕΠΊΡΡ
I. middle [αμερικ ˈmɪdl, βρετ ˈmɪd(ə)l] ΟΥΣ
1. middle (of object, place):
2. middle (of period, activity):
II. middle [αμερικ ˈmɪdl, βρετ ˈmɪd(ə)l] ΕΠΊΘ προσδιορ
στο λεξικό PONS
Middle East Respiratory Syndrome ΟΥΣ
syndrome [ˈsɪndrəʊm, αμερικ -droʊm] ΟΥΣ
respiratory [rɪˈspaɪərətri, αμερικ ˈrespɚətɔ:ri] ΕΠΊΘ
I. east [i:st] ΟΥΣ
I. middle [mɪdl] ΟΥΣ
1. middle (centre):
respiratory [ˈres·pər·ə·tɔr·i] ΕΠΊΘ
I. east [ist] ΟΥΣ
I. middle [ˈmɪd·əl] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Middle Ages
- Middle America
- Middle American
- middlebrow
- middle class
- Middle East Respiratory Syndrome
- Middle England
- Middle English
- middle ground
- middle-income
- middleman