Oxford Spanish Dictionary
I. middle [αμερικ ˈmɪdl, βρετ ˈmɪd(ə)l] ΟΥΣ
1. middle (of object, place):
2. middle (of period, activity):
II. middle [αμερικ ˈmɪdl, βρετ ˈmɪd(ə)l] ΕΠΊΘ προσδιορ
στο λεξικό PONS
I. middle [mɪdl] ΟΥΣ
1. middle (centre):
I. middle [ˈmɪd·əl] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.