 
  
 I. se·cret [ˈsi:krət] ΟΥΣ
1. secret (undisclosed act, information):
2. secret μτφ (special knack):
II. se·cret [ˈsi:krət] ΕΠΊΘ
1. secret:
2. secret (doing sth secretly):
 
  
 I. ge·pflegt ΕΠΊΘ
1. gepflegt (nicht vernachlässigt):
2. gepflegt (kultiviert):
II. ge·pflegt ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
