στο λεξικό PONS
high·ly [ˈhaɪli] ΕΠΊΡΡ
com·peti·tive [kəmˈpetɪtɪv, αμερικ -ˈpet̬ət̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. competitive:
2. competitive ΕΜΠΌΡ (able to compete):
competitive ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
highly competitive ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
competitive ΕΠΊΘ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
competitive ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
competitive ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.