στο λεξικό PONS
wett·be·werbs·fä·hig ΕΠΊΘ ΕΜΠΌΡ
- wettbewerbsfähig
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
wettbewerbsfähig ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
- wettbewerbsfähig
-
-
- wettbewerbsfähig
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.