com·peti·tive·ly [kəmˈpetɪtɪvli, αμερικ -ˈpet̬ət̬ɪv-] ΕΠΊΡΡ
1. competitively (ambitiously):
2. competitively (ably):
3. competitively (in competition):
- competitively
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.