στο λεξικό PONS
com·peti·tive [kəmˈpetɪtɪv, αμερικ -ˈpet̬ət̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. competitive:
2. competitive ΕΜΠΌΡ (able to compete):
ad·van·tage [ədˈvɑ:ntɪʤ, αμερικ -ˈvæ:nt̬ɪʤ] ΟΥΣ
1. advantage (benefit):
competitive ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
competitive advantage ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
advantage ΟΥΣ
- advantage in terms of efficiency ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Effizienzvorteil αρσ
competitive ΕΠΊΘ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
competitive ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
competitive ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.