στο λεξικό PONS
com·peti·tive dis·ˈtor·tion ΟΥΣ
dis·tor·tion [dɪˈstɔ:ʃən, αμερικ -ɔ:r-] ΟΥΣ
1. distortion of a face:
2. distortion μτφ:
com·peti·tive [kəmˈpetɪtɪv, αμερικ -ˈpet̬ət̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. competitive:
2. competitive ΕΜΠΌΡ (able to compete):
competitive ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
competitive distortion ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
competitive ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.