στο λεξικό PONS
strat·egy [ˈstrætəʤi, αμερικ -t̬ə-] ΟΥΣ
1. strategy:
com·peti·tive [kəmˈpetɪtɪv, αμερικ -ˈpet̬ət̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. competitive:
2. competitive ΕΜΠΌΡ (able to compete):
competitive ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
competitive strategy ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
competitive ΕΠΊΘ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
competitive ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
competitive ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.