στο λεξικό PONS
re·quire·ment [rɪˈkwaɪəmənt, αμερικ -ɚmənt] ΟΥΣ
1. requirement (necessary condition):
2. requirement ΟΙΚΟΝ (specific need):
cus·tom·er [ˈkʌstəməʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. customer (buyer, patron):
2. customer esp μειωτ οικ (person):
requirement ΟΥΣ
- requirement (sth that's compulsory)
- Gebot ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
customer requirement ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
requirement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.