στο λεξικό PONS
cus·tom·er sat·is·ˈfac·tion ΟΥΣ
sat·is·fac·tion [ˌsætɪsˈfækʃən, αμερικ ˌsæt̬-] ΟΥΣ no pl
1. satisfaction (fulfilment):
2. satisfaction (sth producing fulfilment):
3. satisfaction (state of being convinced):
4. satisfaction (compensation):
5. satisfaction ιστ τυπικ (challenge to a duel):
6. satisfaction ΝΟΜ:
cus·tom·er [ˈkʌstəməʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. customer (buyer, patron):
2. customer esp μειωτ οικ (person):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
customer satisfaction ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
level of customer satisfaction ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
survey of customer satisfaction ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
satisfaction ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.